τάντζελο

τάντζελο
το, Ν
βοτ. ονομασία ομάδας υβριδίων που ανήκουν στα εσπεριδοειδή και προέρχονται, κυρίως, από διασταύρωση μανταρινιάς με γκρέιπ- φρουτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tangelo, από τις ονομ. φρούτων tangerine και pomelo με συμφυρμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”